καταβλαττάς

καταβλαττάς
καταβλαττάς, ὁ (Μ)
βαφέας κόκκινων υφασμάτων.
[ΕΤΥΜΟΛ. Νόθο σύνθ. < κατ(α)-* + βλάττα «πορφυρή βαφή» (< λατ. blatta) + κατάλ. -άς (πρβλ. γαλατ-άς, ψωμ-άς].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”